- αρκουδίζω
- -ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.